μεγαλοψόφητος

μεγαλοψόφητος
μεγᾰλο-ψόφητος, ον,
A gloss on ἀγάστονος, EM8.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοψόφητος — μεγαλοψόφητος, ον (Α) 1. (για τα κύματα που παφλάζουν) αυτός που ηχεί δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί δυνατά, μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ψόφητος (< ψοφῶ «προκαλώ θόρυβο»), πρβλ. α ψόφητος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”